- απλημμύριστος
- η , ο [ος , ον ]1) не разлившийся, не вышедший из берегов; 2) незатопленный, незалитый; 3) перен. ненаводнённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλημμύριστος — η, ο αυτός που δεν πλημμύρισε, δεν ξεχείλισε: Μ όλες τις βροχές ο κάμπος ήταν απλημμύριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)